πνευματώ

πνευματώ
-όω, Α [πνεύμα, -ατος]
1. μεταβάλλω κάτι σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω
2. προκαλώ φούσκωμα
3. φουσκώνω
4. έχω άσθμα
5. (για ανέμους)
αναταράσσω, ανακατώνω, προκαλώ ταραχή
6. παθ. α) εξαερώνομαι, εξατμίζομαι («τὸ σπέρμα τῆς γονῆς διαλύεται καὶ πνευματοῡται», Αριστοτ.)
β) είμαι γεμάτος από αέρα
γ) φουσκώνω («ἀσκὸς πεπνευματωμένος», Ιεροκλ.)
δ) είμαι γεμάτος ζωή
7. μτφ. βρίσκομαι σε κατάσταση ζύμωσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πνευματῶ — πνευματόω turn into vapour pres subj act 1st sg πνευματόω turn into vapour pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνευμάτωση — η / πνευμάτωσις, ώσεως, ΝΜΑ ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την άθροιση αέρα ή αερίων στις φυσικές κοιλότητες, στα ὁργανα ή στους ιστούς τού σώματος (νεοεολλ.) φρ. «κυστική πνευμάτωση τού μεσεντερίου» αλλοίωση που χαρακτηρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • πνευματωτικός — ή, όν, Α [πνευματώ] αυτός που μπορεί να προκαλέσει φύσα, φούσκωμα, να παραγάγει αέρια …   Dictionary of Greek

  • πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”